Σέφιλντ

Σέφιλντ
(Sheffield). Πόλη (528.300 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας, στη βόρεια Αγγλία. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του Γιορκσάιρ (West Riding), και στις δυο όχθες του ποταμού Ντον, στη συμβολή του με το Λόξλεϋ. Μεσαιωνικής προέλευσης, το Σ. ήταν γνωστό από το 14o ήδη αι. εξαιτίας της ποιότητας των ειδών από ατσάλι (μαχαίρια, ξυράφια κλπ.), που κατασκευάζονταν στην πόλη, και για την παραγωγή, στα μέσα του 18ου αι., των «Old Sheffield Plates», ειδών αργυροχοΐας που πετυχαίνονται με τη σύντηξη άργυρου και χαλκού. Η σημασία του Σ. είναι συνδεμένη από αιώνες με τη βιομηχανία χαλυβουργίας, που ευνοείται από τα γειτονικά σημαντικά κοιτάσματα γαιανθράκων και σίδηρου (ο οποίος σήμερα εισάγεται από τη Σουηδία), από τον πλούτο της ξυλείας των Πεννίνων και από την αφθονία υδροηλεκτρικής ενέργειας. Σήμερα το Σ. είναι ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της Μεγάλης Βρετανίας (τομείς χαλυβουργίας, μεταλλουργίας, μηχανουργίας, χημικών προϊόντων και οργάνων ακρίβειας). Ο αρχικός αστικός πυρήνας, που βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Ντον, συγκεντρώνει τα κυριότερα δημόσια κτίρια· στα Δ βρίσκονται οι αστικές συνοικίες, ενώ στα Β, στα Α και στα Ν έχουν αναπτυχθεί διάφορα βιομηχανικά κέντρα, που θεωρούνται σήμερα προάστια της πόλης. Παρόλη την παλιά προέλευση του, το Σ. διατηρεί ελάχιστα μνημεία του παρελθόντος, μεταξύ των οποίων ο καθεδρικός ναός του Άγιου Πέτρου (14ος-15ος αι.). Η πόλη είναι έδρα (1905) πανεπιστήμιου, μουσείων, εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μπάκιγχαμ — (Buckingham). Τίτλος ευγενείας που δόθηκε σε μέλη επιφανών οικογενειών της Αγγλίας (11ος 19ος αι.). Τα σημαντικότερα πρόσωπα από αυτά είναι: 1. Τζον Σέφιλντ, μαρκήσιος του Νόρμανμπι, δούκας του – (1648 1721). Άγγλος ευπατρίδης και πολιτικός. Σε… …   Dictionary of Greek

  • ντον — I (Don). Ποταμός (1.963 χλμ.) της Ρωσίας. γνωστός στην αρχαιότητα ως Τάναϊς. Ρέει στο δυτικό τμήμα της Ρωσικής Δημοκρατίας και έχει υδρογραφική λεκάνη 420.000 τ. χλμ. Πηγάζει από το Κεντρικό Ρωσικό Υψίπεδο στα ΒΔ του Νοβομοσκόφσκ (πρώην… …   Dictionary of Greek

  • ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… …   Dictionary of Greek

  • χάλυβας — Κράμα του σιδήρου, στο οποίο περιέχεται άνθρακας κατά 1,7 1,8% και άλλα μεταλλικά και μη μεταλλικά στοιχεία, κατάλληλα για να προσδώσουν στο κράμα ειδικές ιδιότητες (βανάδιο, βολφράμιο, νικέλιο, χρώμιο), ενώ άλλα στοιχεία βρίσκονται ως… …   Dictionary of Greek

  • Δερτιλής, Γεώργιος — (Αθήνα 1939 –). Νομικός, πολιτικός επιστήμονας και πανεπιστημιακός.Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (δημόσιο δίκαιο και οικονομικές επιστήμες) και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Σέφιλντ στη Βρετανία. Το… …   Dictionary of Greek

  • Δοξιάδης, Σπύρος — (Αθήνα 1917 – 1991). Γιατρός, συγγραφέας και πολιτικός. Σπούδασε παιδιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στη διάρκεια της Κατοχής εργάστηκε στο βρεφοκομείο Αθηνών και στην αποστολή του Ερυθρού Σταυρού. Μετεκπαιδεύτηκε στην Αγγλία όπου εργάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμπς, Χανς Άντολφ — (Sir Hans Adolph Krebs, Χίλντεσαϊμ 1900 – Οξφόρδη 1981). Άγγλος βιοχημικός, γερμανικής καταγωγής. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία, αλλά το 1932 αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αγγλία, όπου το 1939 απέκτησε την αγγλική υπηκοότητα. Δίδαξε …   Dictionary of Greek

  • Κρότο, Χάρολντ — (Sir Harold Kroto, Γουίσμπετς, κομητεία Κέιμπριτζ 1939 –). Άγγλος χημικός. Το 1961 αποφοίτησε από το τμήμα χημείας του πανεπιστημίου του Σέφιλντ και το 1964 έλαβε διδακτορικό τίτλο από το ίδιο πανεπιστήμιο, στον τομέα της φασματοσκοπίας των… …   Dictionary of Greek

  • νεκρική τέχνη — Το ταφικό μνημείο, έκφραση της ν.τ., ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους (ντολμέν, νουραγικά μνημεία κ.ά.). Τις διάφορες μορφές της ν.τ. κωδικοποίησε ο αιγυπτιακός πολιτισμός από την τρίτη χιλιετία π.Χ., κατασκευάζοντας ταφικά μνημεία, υπόγειους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”